- Πυληγενής
- Πυληγενής: see Πυλοιγενής.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Πυληγενής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυληγενής — ές, Α βλ. πυλοιγενής … Dictionary of Greek
Πυληγενέες — Πυληγενής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυληγενέεσσι — Πυληγενής masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
πυλοιγενής — και πυληγενής, ές, Α αυτός που γεννήθηκε στην Πύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύλος + γενής (< γένος < γίγνομαι). Το α συνθετικό πυλοι έχει τη μορφή παλιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. Ἰσθμοῖ)] … Dictionary of Greek